- τοὐξάλειπτρον
- ἐξάλειπτρον , ἐξάλειπτρονunguent-boxneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάλειπτρον — ἐξάλειπτρον, το (Α) [εξαλείφω] 1. ειδικό δοχείο όπου έβαζαν αρωματική αλοιφή («ὑπεχ ὧδε δεῡρο τοὐξάλειπτρον», Αριοτοφ.) 2. δοχείο, λήκυθος για άρωμα … Dictionary of Greek